Αν θέλαμε να δώσουμε έναν ορισμό στην επιθετικότητα, θα λέγαμε πως πρόκειται για εχθρική και βίαιη συμπεριφορά.
Αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη φύση, όπως είναι η αγάπη, η αλληλεγγύη, η τάση για επανόρθωση και επιτυχία. Συγκαταλέγεται στον ευρύτερο κύκλο των ενστικτωδών ενορμήσεων της αυτοσυντήρησης, της προστασίας και της διαιώνισης του ανθρώπινου είδους (Lorenz K. 1975, Storr 1979, Ευαγγέλου 1999).
Η κατανόηση του ρόλου της επιθετικότητας στην παιδική ηλικία θεωρείται σημαντική καθώς η εκδήλωση αλλά και η διαχείριση των επιθετικών ενορμήσεων συμβάλλει στην μετέπειτα υγιή ψυχοσυναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού και αποτελεί την βάση της διανοητικής προόδου, της απόκτησης ανεξαρτησίας, της υψηλής αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης του ατόμου.
Θεωρείται σημαντικό λοιπόν να αναφερθούμε στη συνέχεια στις αιτίες αλλά και στους παράγοντες εκείνους που ενοχοποιούνται για την παιδική επιθετικότητα. Κατανοώντας τους θα μπορέσουμε να αποφύγουμε τις επικίνδυνες «καταστάσεις» και «συγκυρίες» οι οποίες ευνοούν την ανάπτυξή της. Σε αυτό το σημείο βέβαια θα ήταν δόκιμο να ξεκαθαρίσουμε ότι η παιδική επιθετικότητα στην ηλικία των 2 – 2,5 ετών θεωρείται μια φυσιολογική εξέλιξη. Βρισκόμαστε στη φάση της πλήρους αυτοεξυπηρέτησης και ανεξαρτητοποίησης όπου το παιδί νιώθει δυνατό και ικανό, θέλει να δοκιμάζει τα δικά του όρια αλλά και όρια των άλλων. Γι’ αυτό και σε αυτήν την περίοδο πληθαίνουν τα δαγκώματα, τα άτσαλα χτυπήματα στον άλλον, τράβηγμα μαλλιών και άλλα τόσα «χαριτωμένα», που στην ουσία αποτελούν επικοινωνιακή πράξη. Επομένως, όταν μιλάμε για παιδικά επιθετικότητα θα αναφερόμαστε σε παιδιά από 4 ετών και πάνω.
Αρχικά, σαν πρώτος και κυριότερος ενοχοποιητικός παράγοντας θεωρείται η ιδιοσυγκρασία του ίδιου του παιδιού αλλά και τα εγγενή χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του και του ρυθμού εξέλιξης του.
Πολλές είναι οι οικογένειες που έχουν ήδη αναγνωρίσει ανάμεσα στα μέλη τους το παιδί με το «δύσκολο ταμπεραμέντο» ή αλλιώς το «δύσκολο παιδί». Αναγνωρίζοντάς το, συνειδητοποιούν ταυτόχρονα πόσο δύσκολη είναι η ανατροφή του εφόσον το παιδί παρουσιάζει: ακανόνιστο ρυθμό και πρόγραμμα, έλλειψη προσαρμοστικότητας, αρνητική και εριστική διάθεση, τάση για απόσυρση και εκδήλωση αντικοινωνικής-επιθετικής συμπεριφοράς. Αυτά τα χαρακτηριστικά με τη σειρά τους προκαλούν δυσφορία, αγανάκτηση, εκνευρισμό και απόρριψη από την πλευρά των προσώπων που φροντίζουν το παιδί κι έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος. Ένα αρνητικό δούναι και λαβείν το οποίο λειτουργεί ευνοϊκά στην ανάπτυξη της παιδικής επιθετικότητας. Ένας ακόμη ανατρεπτικός παράγων είναι η μη ομαλή ανάπτυξη ενός παιδιού. Επί παραδείγματι αναφέρεται ότι η έλλειψη λόγου σε ένα παιδί μπορεί να προκαλέσει σοβαρά στοιχεία επιθετικότητας. Ένα άτομο που δεν μπορεί να μιλήσει στρεσάρεται , δυσκολεύεται να επικοινωνήσει και συνεπώς επιστρατεύει αρχέγονα ένστικτα επικοινωνίας όπως η επιθετικότητα.
Συνεπώς ο δεύτερος ενοχοποιητικός παράγοντας στον οποίο θα αναφερθούμε, είναι η οικογενειακή ατμόσφαιρα και ειδικότερα οι πρώιμες αλληλεπιδράσεις παιδιού-μητέρας.
Όταν το μητρικό πρότυπο και γενικότερα το γονεϊκό πρότυπο είναι αρκετά καλό (good enough), τότε το παιδί, ως ενήλικος, θα είναι ικανό να διαμορφώσει μετέπειτα υγιείς σχέσεις. Εάν αντίθετα η μητέρα, είναι συναισθηματικά απούσα και δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παιδιού η εμπειρία της πρωταρχικής σχέσης μητέρας-βρέφους θα αποτελέσει αρνητικό πρότυπο και αίτιο ανάπτυξης επιθετικής συμπεριφοράς.
Το ουσιαστικό για την ψυχική υγεία του παιδιού είναι να έχει την εμπειρία μιας ζεστής, στενής και συνεχούς σχέσης με την μητέρα του η οποία θεωρείται σημαντικό να είναι ευαίσθητη και σταθερή στις ανάγκες του αλλά και ικανή να αντιληφθεί και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις στέρησης του παιδιού με τέτοιο τρόπο που οι διαταραχές της συμπεριφοράς του να σταματήσουν. Εάν αντί αυτών παρατηρείται συναισθηματική αποστέρηση, ευνοείται ξεκάθαρα η ανάπτυξη επιθετικής συμπεριφοράς απ’ την πλευρά του παιδιού.
Όσον αφορά το οικογενειακό περιβάλλον με την ευρύτερη έννοια, ενοχοποιείται για την πρωτοεμφάνιση της επιθετικής συμπεριφοράς στην παιδική ηλικία όταν μιλάμε για ανύπαρκτο ή ατελές στην σύνθεσή του περιβάλλον, με αλλοιωμένη ή διαταραγμένη συνοχή και λειτουργία.
Πιο συγκεκριμένα όταν αναφερόμαστε στην παθολογική οικογενειακή λειτουργία ως ενοχοποιητικό παράγοντα ανάπτυξης της επιθετικότητας, αναφερόμαστε σε: προβλήματα γονεϊκού αλκοολισμού, μητρική κατάθλιψη, κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών, γονείς με χαμηλή νοημοσύνη και σοβαρή ψυχοπαθολογία που ζουν σε συνθήκες φτώχειας, σε ανεπαρκή γονεϊκή επίβλεψη, στην υπερπροστατευτικότητα, στις αρνητικές σχέσεις των γονέων μεταξύ τους, στην ανυπαρξία σταθερού οικογενειακού περιβάλλοντος, στην χαλαρή πειθαρχία ή αντίθετα στην έκδηλη εχθρότητα και την εναντιωματική διάθεση, στην χαώδη επικοινωνία και τα ασαφή όρια, στην κακοποίηση και την παραμέληση αλλά και στην ανοχή και ενθάρρυνση των γονέων στην επιθετική συμπεριφορά.
Η παιδική επιθετικότητα, μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως μια αντίδραση του παιδιού σε δυσάρεστα και ξαφνικά γεγονότα ζωής. Ως τέτοια νοούνται: ο θάνατος σημαντικού προσώπου, η γέννηση νεκρού παιδιού, μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, η διακοπή κύησης, ο ερχομός ενός νέου μέλους στην οικογένεια, το διαζύγιο, οι συγκρούσεις των γονέων, ένας νέος γάμος του γονιού, οι προστριβές είτε μέσα στην οικογένεια είτε με συγγενικά πρόσωπα, η απιστία του συζύγου, η απόλυση από την εργασία, οι οικονομικές δυσκολίες, η αλλαγή κατοικίας ή σχολείου, η αρρώστια αγαπημένου προσώπου, ο εγκλεισμός στην φυλακή κάποιου μέλους της οικογένειας και η κακοποίηση-παραμέληση του παιδιού.
Σε τέτοιου είδους στρεσσογόνες καταστάσεις πρέπει οι γονείς να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί απέναντι στο παιδί τους καθώς πρόκειται για «τραυματικά γεγονότα» κατά τα οποία δοκιμάζονται οι ικανότητες των ατόμων να αναπροσαρμόσουν την μέχρι τώρα συμπεριφορά τους και να προσαρμοστούν σε νέες καταστάσεις. Αυτή η μετάβαση όμως στις νέες αυτές καταστάσεις προκαλεί άγχος, θυμό και ανασφάλεια. Εάν το παιδί δεν είναι ικανό ή αν δεν βοηθηθεί να ανταπεξέρχεται σε καταστάσεις άγχους και οι δεσμοί με τα πρόσωπα που του παρέχουν ασφάλεια είναι χαλαροί ή ανύπαρκτοι, τότε η εκδήλωση της επιθετικότητας θεωρείται δεδομένη.
Τέλος, το κοινωνικό αλλά και το σχολικό περιβάλλον του παιδιού συνδέονται άμεση με την εκδήλωση ή μη της επιθετικής συμπεριφοράς.
Για παράδειγμα, η κοινωνική αδιαφορία για πνευματική καλλιέργεια, η προβολή βίας από την τηλεόραση, ο συνωστισμός αλλά και η αποξένωση των ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις, η απουσία φυσικού περιβάλλοντος το οποίο προσφέρεται για ελεύθερο παιχνίδι αντί για εγκλεισμό σε κάποιο διαμέρισμα, η ενασχόλησης με ομαδικά επιθετικά παιχνίδια, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια με βίαιο περιεχόμενο τα οποία αναπτύσσουν βίαιες σκέψεις και συμπεριφορές συνεπικουρούν στην εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς.
Αντίστοιχα στο σχολικό περιβάλλον, μπορούμε να ενοχοποιήσουμε την σχολική αποτυχία λόγω των συναισθημάτων υποτίμησης που την συνοδεύουν, την αλλαγή τάξης ή δασκάλου, την διάκριση των μαθητών σε καλούς και κακούς η οποία συμβάλλει στην «ετικετοποίηση» και την κατηγοριοποίηση του παιδιού, οι σωματικές και οι ψυχολογικές τιμωρίες καθώς και η απόρριψη των υπολοίπων συμμαθητών.
Συμπερασματικά λοιπόν θα λέγαμε πως η αιτιολογία μιας επιθετικής συμπεριφοράς εξατομικεύεται σε κάθε περίπτωση και υπάρχει συνέργια ενός ή περισσότερων από τους παράγοντες που αναφέρθηκαν παραπάνω. Εάν το παιδί σας είναι ευερέθιστο, τσακώνεται και εναντιώνεται με άτομα του περιβάλλοντός του, κατηγορεί άλλους για δικά του λάθη, είναι εκδικητικό, θυμώνει και ενοχλείται εύκολα, βρίζει συχνά λέει συχνά ψέματα, αρπάζει ξένα πράγματα, κακομεταχειρίζεται τα ζώα και παρόμοιου τύπου επιθετική συμπεριφορά, η οποία δεν εξαφανίζεται, τότε είναι ενδεικτικό παθολογίας και υποδηλώνει ότι το παιδί βρίσκεται σε κατάσταση υψηλού κινδύνου.
Κλείνοντας ενδεικτικά θα θέλαμε να αναφέρουμε κάποιες τεχνικές οι οποίες συμβάλλουν στην άμβλυνση μιας επιθετικής συμπεριφοράς. Είναι χρήσιμο λοιπόν να: υπάρχει θετική ενίσχυση σε δείγματα καλής συμπεριφοράς από το παιδί μας, η τιμωρία να είναι καλύτερα να είναι ψυχολογική κι όχι σωματική, να υπάρχει χρόνος χωρίς ενίσχυση της κακής συμπεριφοράς (‘time out’), να υποστεί τις αρνητικές συνέπειες των πράξεών του, να υπάρχουν ισχυροί οικογενειακοί δεσμοί αγάπης και σεβασμού, η επιβολή κανόνων να είναι συνεπής, να υπάρχει κοινή στάση των γονέων στον τρόπο διαπαιδαγώγησης, να είμαστε προσεκτικοί στην επιλογή κανόνων και ορίων, να υπάρχει σταθερότητα και επιμονή στην επιβολή των κανόνων και τιμωριών, να παρέχονται οι απαιτούμενες εξηγήσεις αλλά όχι να πλατειάζουμε ιδιαίτερα, να υπάρχει ενθάρρυνση και όχι επίκριση και κυρίως να μάθουμε να ακούμε το παιδί και να κάνουμε που που την αυτοκριτική μας ως γονείς.