Ο όρος «Φυσική Αγωγή» χρησιμοποιείται για να δηλώσει εκείνη τη δραστηριότητα που αποσκοπεί στην άσκηση και τη βελτίωση του σώματος, μέσω των σωματικών ασκήσεων. Πιο συγκεκριμένα στην προσχολική ηλικία πρέπει να στοχεύει στην βελτίωση της ψυχοσωματικής διάπλασης του μαθητή, η καλλιέργεια των κινητικών του δραστηριοτήτων και η ένταξή του ως δημιουργικού μέλους στην κοινωνία.
Είναι βασικό να γνωρίζουμε τους παράγοντες που επηρεάζουν την αγάπη και το ενδιαφέρον του κάθε παιδιού για την φυσική αγωγή:
·Η φυσική σωματική ικανότητα
·Οικογενειακή επιρροή – Στάση οικογένειας στον αθλητισμό
·Ο παιδαγωγός – επάγγελμα – επινόηση προτύπων και μεθόδων, σοβαρή αντιμετώπιση
·Σχολείο – υλικοτεχνική υποδομή – προσανατολισμός/αρχές: οργάνωση αγώνων, έπαινοι, συμμετοχή σε αθλητικές συναντήσεις
·Το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον: φίλοι, συγγενείς
Στην προσχολική ηλικία οι αθλητικές δραστηριότητες και ο αθλητισμός γενικότερα αντιμετωπίζεται ως παιχνίδι. Με την έννοια της διαφυγής από την καθημερινότητα και της ικανοποίησης βασικών ανθρωπίνων αναγκών ψυχαγωγία, ξεκούραση και κίνηση. Αυτή η σχέση παιχνιδιού-φυσικής αγωγής δεν μειώνει καθόλου την αξία και την σημασία του μαθήματος. Μεγάλοι παιδαγωγοί όπως ο Piaget αναγνωρίζουν την παιδαγωγική αξία του παιχνιδιού και τη συμβολή του στη διαδικασία της μάθησης. Το παιχνίδι έχει σημασία για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του παιδιού, για την διάγνωση και θεραπεία πολλών παιδικών, βιολογικών και ψυχολογικών ανωμαλιών αλλά και για την πνευματική ολοκλήρωση του παιδιού. Η μάθηση μέσω του παιχνιδιού είναι αποτελεσματική μορφή εκπαίδευσης και απόκτησης εμπειρίας, πολύ καλύτερη από την μάθηση δια της βίας. Το παιχνίδι προκαλεί την επιθυμία για μάθηση. Μάλιστα το μάθημα της φυσικής αγωγής, σχετιζόμενο με την έννοια του παιχνιδιού προβάλλει ένα μοντέλο μάθησης. Ένα μοντέλο παιδαγωγικής που βασίζεται στις αρχές όπως: αυτενέργεια, ενθάρρυνση, κίνητρο, πρωτοβουλία, ενίσχυση της αυτοπεποίθησης, εμπιστοσύνη στο παιδί και δημιουργικότητα.
Μιας και μιλάμε για ομάδες, ένα χαρακτηριστικό όφελος της φυσικής αγωγής είναι η μετάθεση του κέντρου βάρους από το «εγώ» στο «εμείς», αναπτύσσεται η έννοια της συλλογικότητας και της κινητικότητας. Πρέπει όμως να προσέξουμε ότι στην ηλικία των 3 έως 5 πολλά παιδιά δεν έχουν ξεπεράσει το στάδιο του εγωκεντρισμού. Της ιδέας ότι όλα περιστρέφονται γύρω από αυτά. Οι φιλίες ακόμη δεν είναι σταθερές και το παιχνίδι είναι ακόμη στην συμβολική φάση του. Ίσως λοιπόν η έννοια της αθλητικής ομάδας σ’ αυτήν την ηλικία θα έπρεπε να περιορίζεται σε 3 με 4 παιδιά ανά group. Έτσι η επικοινωνία θα είναι πιο εύκολη και οι στόχοι περισσότερο ρεαλιστικοί και προσιτοί. Γι’ αυτό άλλωστε προτείνουμε τα ομαδικά παιχνίδια και η συστηματική προπόνηση να εισάγονται περί τα 5-6.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, τα παιδιά έχουν ανάγκη άθλησης. Οι σύγχρονοι ρυθμοί ζωής των γονέων, οι πολλαπλές ανάγκες για επιβίωση, περιορίζουν στο ελάχιστο τον ελεύθερο χρόνο και καθηλώνουν τα παιδιά σε μορφές ψυχαγωγίας όπως video, dvd ή computer.
Το νήπιο έχει ενέργεια και βιώνει εσωτερικές εντάσεις που δεν μπορεί να τις εξωτερικεύει με λόγια. Εκτονώνεται και βγάζει τα άγχη του συμβολικά μέσα από το παιχνίδι, συνεπώς και μέσω της φυσικής αγωγής. Το νήπιο πειραματίζεται κι έχει ανάγκη να μάθει τα όριά του και να γνωρίσει σιγά-σιγά τον εαυτό του. Έχει την ανάγκη να ανήκει σε έναν κύκλο ομηλίκων με κοινούς στόχους και ενδιαφέροντα. Και σε τελική ανάλυση, το νήπιο έχει ανάγκη καταρχήν από ψυχαγωγία.
Έτσι μόνο θα δημιουργήσουμε ή καλύτερα θα άγουμε τα παιδιά μας στην πολυπόθητη ψυχική-σωματική ισορροπία η οποία έχει καταλήξει ν’ αποτελεί το δρόμο προς την Ιθάκη.